- ἀγυιόπεζαν
- ἀγυιόπεζαfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγυιόπεζα — λέξη που χρησιμοποιείται σε μυστηριακή ονομασία τής πυθαγόρειας τριάδας: «ἀγυιόπεζαν Κουρητίδα». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη, που κυριολεκτικά σημαίνει αυτήν που δεν έχει άλλα γυῖα (μέλη τού σώματος) παρά μόνο μια πέζαν (άκρο τού ποδιού), παράγεται από ἀ… … Dictionary of Greek